ανταλλακτήριο

ανταλλακτήριο
менувачница

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανταλλακτήριος — α, ο φρ. «ανταλλακτήριο πλοίο» πλοίο που εκτελεί επικοινωνία με τον εχθρό και χρησιμοποιείται κυρίως για την ανταλλαγή αιχμαλώτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”